λλά δυστυχώς, δεν είχε ο ουρανίσκος σου, τη γεύση από μπονμπονιέρα
δεν ήταν τα λασπόνερα στην άκρη του δρόμου, το μάνα που με κέρναγες
δε φύτρωσαν στα βλέφαρα σου, αναριχώμενοι δυόσμοι
δεν προφέραν ποτέ τα χείλη μας ταυτόχρονα, σαν το βιολί και τη βιόλα, το κάλεσμα για σουσάμι και επειδή η λέξη που επίμονα προφέραν, όλες οι ίνες αυτού που τέλος πάντων είσαι εσύ, όλες οι λέξεις σωματοφύλακες, οι κέρβεροι της Λέξης δεν ήταν αυτή που φαντάστηκα,
ξέρεις αυτή που προέκυπτε από τις δύο πρώτες λέξεις της σελίδας 32, στα δύο πάνω-πάνω ράφια της βιβλιοθήκης στο σαλόνι, μετά
έστρεψα τον νού μου, αλλού, και αποφάσισα πως δεν θα είσαι εσύ, αυτός,
που θα μοιραζόμασταν μαζί, σκιές, μπουκιές, μαξιλαράκι και εν τέλει ανάσες
και αποφάσισα αυτό.