Ούτε ο μπάτσος με το βλέμμα το γλαρό, στα δύο κορίτσια που ανηφορίζουν τη σκουφά. η γυναίκα που βγήκε για τσιγάρο, στο δρόμο από το νοσοκομείο. Ούτε τα φρύδια της, ούτε το χάσιμο της. Ούτε τα σκουπίδια, που πλησιάζουν τον πρώτο όροφο. Η σοβατισμένη αλλοδαπή σερβιτόρα που προσέχει τα ελληνικά της. Ούτε αυτός ο κατάπτυστος στο απέναντι μπαλκόνι που κάνει μπανιστήρι.
.Είναι κάτι ενοχλητικό. Τώρα που θα φτάσω. Κάνει κρύο έξω. Θα πρέπει να ψάξω ψιλά, να τα μετρήσει. Να ανταλλάξουμε αβρότητες. Ίσως μου πεί κάτι τελευταίο για τον άτιμο, που της τα φαγε. Και εγώ μετά θα πρέπει να σηκωθώ. Θα συγκεντρώσω την πραμάτεια μου. Θα βγώ απο δεξιά γλιστρώντας στο δέρμα. Θα κοιτάξω δεξιά μου, για κάποιο μηχανάκι ανυπόμονο. Θα ρίξω μια τελευταία ματιά μήπως που έπεσε το κινητό, ή χρήματα ή κάτι. θα κλείσω την πόρτα. Όχι χλιαρά γιατι θα τη θυμώσω, όχι δυνατά γιατί θα τη θυμώσω. Θα περάσω το δρόμο. Ίσως έχω ετοιμάσει ήδη το κλειδί για να μην χάσω χρόνο. Θα κοιτάξω για κάποιο απογευματινό γράμμα. ή λογαριασμό. Θα ανέβω τις σκάλες. Θα μπώ μέσα.